- ὑπαρκτικήν
- ὑπαρκτικόςexpressing existencefem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπαρκτικός — ή, ό / ὑπαρκτικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπάρχω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύπαρξη 2. φρ. «υπαρκτικά ρήματα» γραμμ. ρήματα που δηλώνουν ύπαρξη, όπως είναι λ.χ. τα είμαι, υπάρχω, υφίσταμαι αρχ. αυτός που υπάρχει, πραγματικός («ὑπαρκτικὴν εἶναι… … Dictionary of Greek